δημοδιδασκαλικός

δημοδιδασκαλικός
-ή, -ό- όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δημοδιδάσκαλο ή στους δημοδιδασκάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοδιδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αρ. Σπαθάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημοδιδασκαλικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο: Είναι αναστατωμένος ο δημοδιδασκαλικός κλάδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”